Λίγα λόγια

Ο σκοπός αυτής της σελίδας και όχι μόνο ο δικός μου (αλλά και όλων των απλών σκεπτόμενων ανθρώπων) είναι η έκφραση της οργή μου, του παραπόνου μου και της απελπισίας μου στην κατάντια μερικών απλών – διασήμων ανθρώπων (γιατί έτσι έχουμε καταντήσει να δίνουμε αξία σε μερικούς ανθρώπους) να συμπεριφέρονται σαν Neanderthal.
Σε αυτό των χώρο φιλοξενίας ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζεται μέσω άρθρων, εικόνας ή και βίντεο για ό,τι των ενοχλεί από την καθημερινή του ζωή ανώνυμα ή επώνυμα, γιατί η επιλογή του είναι δική του και μόνο δική του.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Video – 1946 USA -- Propaganda: Your Job in Germany


Ήταν οδηγίες στους αμερικανούς (αμερικανικές δυνάμεις) που εγκαταστάθηκαν, μετά τον πόλεμο του 1940,στη Γερμανία.

Directed by It's A Wonderful Life's Frank Capra and written by Theodor "Dr. Seuss" Geisel, produced by the United States Information & Education Division of the Army Services Forces in 1946, this authentic film proposes, "War with Germany ends in victory, victory leads to peace ... Sometimes ... Sometimes not."

10 ερωτήσεις περί οικονομίας ?



Έχει κανείς κάποια τεκμηριωμένη απάντηση?

Ερώτηση 1:
Πώς γίνεται και ενώ το Λουξεμβούργο, η Αγγλία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Δανία και η Αυστρία έχουν ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ποσοστό χρέους από εμάς, αυτοί να ΜΗΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ διάσωση, αλλά αντίθετα έρχονται να σώσουν εμάς;


Ερώτηση 2:
Πώς γίνεται το Αφγανιστάν με περίπου μισόν αιώνα συνεχείς πολέμους να έχει μόνο 23% του ΑΕΠ του χρέος, την στιγμή που ξέρουμε ότι ένας πόλεμος μερικών ημερών μπορεί να " ξετινάξει" μία χώρα;

Ερώτηση 3:
Πώς γίνεται να χρωστάνε 29% το Κουβέιτ, 54% το Μπαχρέιν και τα Αραβικά Εμιράτα 56% την στιγμή που είναι παγκόσμιοι προμηθευτές πετρελαίου;

Ερώτηση 4:
Πώς γίνεται στην Ελβετία με 271% χρέος, μία απλή καθαρίστρια σε νοσοκομείο να πληρώνεται με 2000 ευρώ μισθό όσα έπαιρνε την ίδια στιγμή (στα βρώμικα κάρβουνο - εργοστάσια της ΔΕΗ) ένας «υψηλόμισθος» τεχνικός, ανώτερης στάθμης εκπαίδευσης, ενταγμένος στα υπέρ - βαρέα / ανθυγιεινά με 25 χρόνια προϋπηρεσία;

Ερώτηση 5:
Πώς γίνεται η Νορβηγία με 143% χρέος να μην έχει πρόβλημα και να μην χρειάζεται διάσωση ή περικοπές;

Ερώτηση 6:
Γιατί οι παγκόσμιοι δανειστές δεν ανησυχούν μήπως χάσουν τα 13, 5 τρις που χρωστάνε οι ΗΠΑ, τα 2 τρις που χρωστάει το Λουξεμβούργο, τα 9 τρις που χρωστάει η Αγγλία (κλπ, κλπ) αλλά ανησυχούν για τα 0,5 τρις που χρωστάμε εμείς;

Ερώτηση 7:
Πώς γίνεται και ολόκληρος ο πληθυσμός της Γης χρωστάει το 98% των χρημάτων του;

Ερώτηση 8:
Ποιοι έχουν τόσα πολλά ώστε να «αντέχουν» να δανείσουν τόσο πολύ χρήμα;

Ερώτηση 9:
Πού τα βρήκαν τόσα χρήματα;

Ερώτηση 10:
Γιατί τα χρήματά τους δεν συμμετέχουν στο ΑΕΠ της χώρας τους;


Τελικά μήπως τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία δεν είναι παρά μία τεράστια φούσκα, ενώ το χρήμα είναι ψεύτικο, τυπωμένο στα άδυτα των πολυεθνικών τραπεζών μόνο και μόνο για να επιτευχθεί ένας παγκόσμιος έλεγχος;

Κ. Τοκμακίδης
Καθηγητής Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης

Ενημερωτικό – Ξύλα



Το είδος του ξύλου, που θα επιλέξετε για το τζάκι σας, είναι καθοριστικής σημασίας, τόσο για τη σωστή λειτουργία όσο και για την καλύτερη δυνατή απόδοσή του.

Ποιο είναι όμως το ιδανικό ξύλο για τις κρύες μέρες του χειμώνα;...
Αυτό που πρέπει να γνωρίζετε αρχικά είναι ότι δεν αποτελούν όλα τα είδη ξύλου καύσιμη ύλη. Το μέγεθος, το είδος, η υγρασία και ορισμένοι άλλοι παράγοντες καθορίζουν το ρόλο του κάθε ξύλου.

Άλλα είναι ιδανικά για «προσάναμμα» και άλλα πάλι προσφέρουν την θαλπωρή μιας τεράστιας φλόγας για ώρες. Μήπως πρέπει να μάθουμε να τα ξεχωρίσουμε, επιτέλους;

Βασικοί κανόνες καύσης
Ένα από τα βασικά στοιχεία που καλό είναι να γνωρίζετε, πριν αγοράσετε ξύλα για το τζάκι σας είναι ότι θα πρέπει να είναι ξερά τουλάχιστον 4 με 6 μήνες πριν χρησιμοποιηθούν. Τα καυσόξυλα που χρησιμοποιούνται για προσάναμμα (το αρχικό στάδιο δηλαδή όταν προσπαθείτε να ανάψετε φωτιά) είναι τα λεγόμενα «μαλακής ξυλείας» (πεύκο, έλατο κλπ) ενώ τα «σκληρά» ξύλα για τζάκι (δρύες, οξιά, ελιά) είναι αυτά που διατηρούν τη φωτιά.

Η διαφορά τους έγκειται στην πυκνότητα του ξύλου. Όσο πιο μικρή είναι η πυκνότητα του ξύλου, δηλαδή όσο περισσότερο κενό χώρο έχουν (άρα και περισσότερο οξυγόνο), τόσο ευκολότερα καίγονται. Αντίθετα τα «σκληρά» ξύλα έχουν μεγάλη πυκνότητα, άρα λιγότερο κενό χώρο και λιγότερο οξυγόνο, το οποίο σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότερη ώρα για να καούν.
Για την ιδανική φωτιά βέβαια χρειάζεται ο συνδυασμός και των δύο ειδών, αλλά ας δούμε αναλυτικά τα κύρια χαρακτηριστικά του κάθε ξύλου.

Είδη ξύλου και χαρακτηριστικά
Τα πιο συνηθισμένα είδη ξύλων για καύση στην Ελλάδα είναι η δρυς, η ελιά, η οξιά και το πεύκο ανάλογα με την περιοχή και τη διαθεσιμότητα, φυσικά που υπάρχει.
Δρυς: Το ξύλο της δρυός είναι από τα .αγαπημένα των καταναλωτών, κυρίως για την ωραία φλόγα που δίνει και τη διάρκεια καύσης. Ανήκει στα πλατύφυλλα δέντρα και έχει μεγάλο βάρος. Είναι πυκνό, καίγεται με ήρεμη και μακριά φλόγα και είναι πιο οικονομικό από τα υπόλοιπα, άρα αποτελεί ιδανική επιλογή για καυσοξυλο.

Οξιά και πεύκο: Η οξιά και το πεύκο ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων «μαλακών» ξύλων. Εκείνα δηλαδή που έχουν μικρή πυκνότητα, ανάβουν εύκολα και γρήγορα, δίνοντας δυνατή φλόγα, η οποία όμως δε διαρκεί αρκετά. Με άλλα λόγια είναι περισσότερο ιδανικά για προσάναμμα.

Ελιά: Η ελιά είναι από εκείνα τα καυσόξυλα, που δεν πετούν τις επικίνδυνες σπίθες (όταν «σκάει» το ξύλο) και καίγεται εύκολα, γεγονός που την χαρακτηρίζει περισσότερο (αλλά όχι απόλυτα) ως προσάναμμα για το τζάκι σας.
Ωστόσο σε γενικές γραμμές όλα τα παραπάνω δέντρα έχουν μεγάλο βάρος, είναι πυκνά και καίγονται με ήρεμη και μακριά φλόγα, ιδανικά για το τζάκι.

«Οικολογικά καυσόξυλα»: Μία καλή εναλλακτική, με περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, είναι και η λύση των «οικολογικών» καυσόξυλων (γνωστά ως μπρικέτες). Πρόκειται για καυσόξυλα με συμπιεσμένη ξυλώδη ύλη, 100% αποτελούμενη από ξύλο ή υπολείμματα κατεργασίας του ή και ξύλο ανακύκλωσης. Τα πλεονεκτήματά τους έναντι των κλασικών καυσόξυλων είναι ότι έχουν χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά την καύση, καίγονται πολύ αργά και η καύση τους διαρκεί μέχρι 12 ώρες, ενώ δεν «σκάνε» και δεν πετάνε σπίθες. Διαθέτουν μεγάλη θερμική απόδοση είναι εύκολα στην αποθήκευση, καθώς καταλαμβάνουν μικρό όγκο, και έχουν σταθερή καύση (περίπου 1,5 ώρα η κάθε μπρικέτα). Με περιορισμένα τα ποσοστά υγρασίας τους (περίπου στο 2%), παράγουν πολύ λιγότερο καπνό και δεν περιέχουν χημικές ουσίες ή άλλα πρόσθετα. Τα οικολογικά καυσόξυλα ενδείκνυνται για ενεργειακά τζάκια και σόμπες, αν και για τα ενεργειακά τζάκια (κλειστού τύπου) συνίσταται επίσης η δρυς, η οξιά και η ελιά. Αποφύγετε το πεύκο γιατί αναπτύσσει πολύ γρήγορα υψηλές θερμοκρασίες και μαυρίζει πολύ γρήγορα το τζάμι.

Οικολογικά ξύλα νούμερο 2: Για όσους επιμένετε στην οικολογική καύση του τζακιού σας υπάρχει και δεύτερη εναλλακτική των «οικολογικών ξύλων», τα οποία είναι κούτσουρα από αφυδατωμένο αλεύρι οξιάς, εντελώς οικολογικό δηλαδή. Είναι απολύτως ασφαλή και δεν αναδύουν καρκινογόνους καπνούς, είναι πολύ ξηρά και δε σκάνε κατά την καύση, ενώ το βασικό τους πλεονέκτημα είναι η θερμική τους ικανότητα, η οποία σε αντιστοιχία ισοδυναμεί 5.000kcal με 3 κούτσουρα δέντρου. Δε μυρίζουν, κατά την καύση τους, όπως τα κοινά ξύλα και η ειδική κατασκευή τους επιτρέπει την διακοπή (της καύσης) καθώς μπορούν εύκολα να .κοπούν στο σημείο που δεν έχουν ακόμα καεί.

Αποθήκευση
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσετε στον χώρο και τον τρόπο αποθήκευσης των ξύλων σας. Ένας βασικός κανόνας είναι ότι τα καλύτερα καυσόξυλα είναι αυτά, που έχουν αποθηκευτεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο χρόνια και έχουν ξηραθεί ολοσχερώς. Όσο για την αποθήκευσή τους, τα καυσόξυλα πρέπει να αποθηκεύονται σε στεγασμένο και καλά αεριζόμενο χώρο και η περιεχόμενη υγρασία τους να είναι κάτω από 15%.

Τop 5 συμβουλές
1. Ο καθαρισμός του τζακιού σας είναι απαραίτητος πριν από κάθε χειμωνιάτικη.σεζόν. Με τον τρόπο αυτό αυξάνετε την απόδοση και λειτουργία του.
2. Προσοχή στην κατάλληλη επιλογή του ξύλου. Θυμηθείτε άλλα ξύλα ενδείκνυνται για προσάναμμα και άλλα για φωτιά.
3. Χρησιμοποιείτε πάντα ξερά ξύλα για το τζάκι σας.
4. Η φλόγα από τη φωτιά που βγάζουν τα ξύλα σας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να «ανεβαίνει» στην καμινάδα. Υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς.
5. Αναζητήστε τον τόπο προέλευσης της ξυλείας και βεβαιωθείτε πως ο πωλητής που σας τα προμηθεύει διαθέτει ειδική άδεια.

Βοηθήστε και εσείς με τον τρόπο σας στη διακοπή της παράνομης υλοτομίας των δασών μας

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Video - ICH BIN EIN BERLINER – Τί Πορτογαλία τί Ελλάδα!!!



Αν και το Video φτιάχτηκε για την Πορτογαλία ……δε νομίζω να βρίσουμε καμιά διαφορά με την Ελλάδα !!!!!

 

Τα σχόλια του δημιουργού

 

Λόγω ιδιαίτερα μεγάλου ενδιαφέροντος αποφάσισα να επεξεργαστώ ξανά το γερμανικό βίντεο για την Πορτογαλία και να ενσωματώσω τους ελληνικούς υπότιτλους σε υψηλή ανάλυση. Πρόκειται για το βίντεο, του οποίου την προβολή εμπόδισε η γερμανική κυβέρνηση ως "πολιτικά επιζήμιου", με αποτέλεσμα να διαμαρτυρηθεί ο εμπνευστής και υπεύθυνος για το βίντεο Marcelo Rebelo de Sousa, πρόεδρος των σοσιαλδημοκρατών και τέως υπουργός στην Πορτογαλία στην Γερμανική Πρεσβεία στη Λισσαβώνα , δηλώνοντας, πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω και πως είναι αποφασισμένος να δείξει το βίντεο στο γερμανικό λαό, στον οποίο και απευθύνεται.

Αυτό που φαίνεται καθαρά: Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχουν στοχοποιήσει... Τα ίδια μέτρα, τα ίδια επιχειρήματα, οι ίδιες μέθοδοι ! Πώς λοιπόν να το παρουσιάσουν στο γερμανικό λαό που τον θέλουν να τρώει κουτόχορτο και τον βομβαρδίζουν καθημερινά με ένα σωρό ψέματα δημιουργώντας τα γνωστά στερεότυπα για τους τεμπέληδες του Νότου ;



For richer, for poorer



Growing inequality is one of the biggest social, economic and political challenges of our time. But it is not inevitable, says Zanny Minton Beddoes

IN 1889, AT the height of America’s first Gilded Age, George Vanderbilt II, grandson of the original railway magnate, set out to build a country estate in the Blue Ridge mountains of North Carolina. He hired the most prominent architect of the time, toured the chateaux of the Loire for inspiration, laid a railway to bring in limestone from Indiana and employed more than 1,000 labourers. Six years later “Biltmore” was completed. With 250 rooms spread over 175,000 square feet (16,000 square metres), the mansion was 300 times bigger than the average dwelling of its day. It had central heating, an indoor swimming pool, a bowling alley, lifts and an intercom system at a time when most American homes had neither electricity nor indoor plumbing.
A bit over a century later, America’s second Gilded Age has nothing quite like the Vanderbilt extravaganza. Bill Gates’s home near Seattle is full of high-tech gizmos, but, at 66,000 square feet, it is a mere 30 times bigger than the average modern American home. Disparities in wealth are less visible in Americans’ everyday lives today than they were a century ago. Even poor people have televisions, air conditioners and cars.
But appearances deceive. The democratisation of living standards has masked a dramatic concentration of incomes over the past 30 years, on a scale that matches, or even exceeds, the first Gilded Age. Including capital gains, the share of national income going to the richest 1% of Americans has doubled since 1980, from 10% to 20%, roughly where it was a century ago. Even more striking, the share going to the top 0.01%—some 16,000 families with an average income of $24m—has quadrupled, from just over 1% to almost 5%. That is a bigger slice of the national pie than the top 0.01% received 100 years ago.
This is an extraordinary development, and it is not confined to America. Many countries, including Britain, Canada, China, India and even egalitarian Sweden, have seen a rise in the share of national income taken by the top 1%. The numbers of the ultra-wealthy have soared around the globe. According to Forbes magazine’s rich list, America has some 421 billionaires, Russia 96, China 95 and India 48. The world’s richest man is a Mexican (Carlos Slim, worth some $69 billion). The world’s largest new house belongs to an Indian. Mukesh Ambani’s 27-storey skyscraper in Mumbai occupies 400,000 square feet, making it 1,300 times bigger than the average shack in the slums that surround it.
The concentration of wealth at the very top is part of a much broader rise in disparities all along the income distribution. The best-known way of measuring inequality is the Gini coefficient, named after an Italian statistician called Corrado Gini. It aggregates the gaps between people’s incomes into a single measure. If everyone in a group has the same income, the Gini coefficient is 0; if all income goes to one person, it is 1.
The level of inequality differs widely around the world. Emerging economies are more unequal than rich ones. Scandinavian countries have the smallest income disparities, with a Gini coefficient for disposable income of around 0.25. At the other end of the spectrum the world’s most unequal, such as South Africa, register Ginis of around 0.6. (Because of the way the scale is constructed, a modest-sounding difference in the Gini ratio implies a big difference in inequality.)


Income gaps have also changed to varying degrees. America’s Gini for disposable income is up by almost 30% since 1980, to 0.39. Sweden’s is up by a quarter, to 0.24. China’s has risen by around 50% to 0.42 (and by some measures to 0.48). The biggest exception to the general upward trend is Latin America, long the world’s most unequal continent, where Gini coefficients have fallen sharply over the past ten years. But the majority of the people on the planet live in countries where income disparities are bigger than they were a generation ago.
That does not mean the world as a whole has become more unequal. Global inequality—the income gaps between all people on the planet—has begun to fall as poorer countries catch up with richer ones. Two French economists, François Bourguignon and Christian Morrisson, have calculated a “global Gini” that measures the scale of income disparities among everyone in the world. Their index shows that global inequality rose in the 19th and 20th centuries because richer economies, on average, grew faster than poorer ones. Recently that pattern has reversed and global inequality has started to fall even as inequality within many countries has risen. By that measure, the planet as a whole is becoming a fairer place. But in a world of nation states it is inequality within countries that has political salience, and this special report will focus on that.


From U to N
The widening of income gaps is a reversal of the pattern in much of the 20th century, when inequality narrowed in many countries. That narrowing seemed so inevitable that Simon Kuznets, a Belarusian-born Harvard economist, in 1955 famously described the relationship between inequality and prosperity as an upside-down U. According to the “Kuznets curve”, inequality rises in the early stages of industrialisation as people leave the land, become more productive and earn more in factories. Once industrialisation is complete and better-educated citizens demand redistribution from their government, it declines again.
Until 1980 this prediction appeared to have been vindicated. But the past 30 years have put paid to the Kuznets curve, at least in advanced economies. These days the inverted U has turned into something closer to an italicised N, with the final stroke pointing menacingly upwards.
Although inequality has been on the rise for three decades, its political prominence is newer. During the go-go years before the financial crisis, growing disparities were hardly at the top of politicians’ to-do list. One reason was that asset bubbles and cheap credit eased life for everyone. Financiers were growing fabulously wealthy in the early 2000s, but others could also borrow ever more against the value of their home.
That changed after the crash. The bank rescues shone a spotlight on the unfairness of a system in which affluent bankers were bailed out whereas ordinary folk lost their houses and jobs. And in today’s sluggish economies, more inequality often means that people at the bottom and even in the middle of the income distribution are falling behind not just in relative but also in absolute terms.
The Occupy Wall Street campaign proved incoherent and ephemeral, but inequality and fairness have moved right up the political agenda. America’s presidential election is largely being fought over questions such as whether taxes should rise at the top, and how big a role government should play in helping the rest. In Europe France’s new president, François Hollande, wants a top income-tax rate of 75%. New surcharges on the richest are part of austerity programmes in Portugal and Spain.
Even in more buoyant emerging economies, inequality is a growing worry. India’s government is under fire for the lack of “inclusive growth” and for cronyism that has enriched insiders, evident from dubious mobile-phone-spectrum auctions and dodgy mining deals. China’s leaders fear that growing disparities will cause social unrest. Wen Jiabao, the outgoing prime minister, has long pushed for a “harmonious society”.
Many economists, too, now worry that widening income disparities may have damaging side-effects. In theory, inequality has an ambiguous relationship with prosperity. It can boost growth, because richer folk save and invest more and because people work harder in response to incentives. But big income gaps can also be inefficient, because they can bar talented poor people from access to education or feed resentment that results in growth-destroying populist policies.
The mainstream consensus has long been that a growing economy raises all boats, to much better effect than incentive-dulling redistribution. Robert Lucas, a Nobel prize-winner, epitomised the orthodoxy when he wrote in 2003 that “of the tendencies that are harmful to sound economics, the most seductive and…poisonous is to focus on questions of distribution.”
But now the economics establishment has become concerned about who gets what. Research by economists at the IMF suggests that income inequality slows growth, causes financial crises and weakens demand. In a recent report the Asian Development Bank argued that if emerging Asia’s income distribution had not worsened over the past 20 years, the region’s rapid growth would have lifted an extra 240m people out of extreme poverty. More controversial studies purport to link widening income gaps with all manner of ills, from obesity to suicide.
The widening gaps within many countries are beginning to worry even the plutocrats. A survey for the World Economic Forum meeting at Davos pointed to inequality as the most pressing problem of the coming decade (alongside fiscal imbalances). In all sections of society, there is growing agreement that the world is becoming more unequal, and that today’s disparities and their likely trajectory are dangerous.


Not so fast
That is too simplistic. Inequality, as measured by Gini coefficients, is simply a snapshot of outcomes. It does not tell you why those gaps have opened up or what the trend is over time. And like any snapshot, the picture can be misleading. Income gaps can arise for good reasons (such as when people are rewarded for productive work) or for bad ones (if poorer children do not get the same opportunities as richer ones). Equally, inequality of outcomes might be acceptable if the gaps are between young people and older folk, so may shrink over time. But in societies without this sort of mobility a high Gini is troubling.
Some societies are more concerned about equality of opportunity, others more about equality of outcome. Europeans tend to be more egalitarian, believing that in a fair society there should be no big income gaps. Americans and Chinese put more emphasis on equality of opportunity. Provided people can move up the social ladder, they believe a society with wide income gaps can still be fair. Whatever people’s preferences, static measures of income gaps tell only half the story.
Despite the lack of nuance, today’s debate over inequality will have important consequences. The unstable history of Latin America, long the continent with the biggest income gaps, suggests that countries run by entrenched wealthy elites do not do very well. Yet the 20th century’s focus on redistribution brought its own problems. Too often high-tax welfare states turned out to be inefficient and unsustainable. Government cures for inequality have sometimes been worse than the disease itself.
This special report will explore how 21st-century capitalism should respond to the present challenge; it will examine the recent history of both inequality and social mobility; and it will offer four contemporary case studies: the United States, emerging Asia, Latin America and Sweden. Based on this evidence it will make three arguments. First, although the modern global economy is leading to wider gaps between the more and the less educated, a big driver of today’s income distributions is government policy. Second, a lot of today’s inequality is inefficient, particularly in the most unequal countries. It reflects market and government failures that also reduce growth. And where this is happening, bigger income gaps themselves are likely to reduce both social mobility and future prosperity.
Third, there is a reform agenda to reduce income disparities that makes sense whatever your attitude towards fairness. It is not about higher taxes and more handouts. Both in rich and emerging economies, it is about attacking cronyism and investing in the young. You could call it a “True Progressivism”.

Πηγή

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Where Children Sleep - Τα υπνοδωμάτια 12 παιδιών σε διάφορα μέρη του κόσμου



Από την Κένυα στο Κεντάκι και από τα σκουπίδια σε ροζ δωμάτια. Παιδιά από όλο το κόσμο , διαφορετικές κουλτούρες και κοινωνικές τάξεις, όλα μαζί κάτω από τον φακό του φωτογράφου James Mollison .

Ένα σοκαριστικό έργο που δείχνει την ανισότητα ανάμεσα σε παιδιά. Αν είναι να κάνουμε μια σημαντική αλλαγή πρέπει να ξεκινήσουμε από τα παιδιά.
Το βιβλίο του ονομάζεται "Where Children Sleep"

Όταν ζητήθηκε από το φωτογράφο James Mollison να κάνει ένα project σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών, του ήρθε στο μυαλό το παιδικό του δωμάτιο. Η εξέλιξη αυτής της ιδέας ήταν το "Where Children Sleep". Οι φωτογραφίες που έβγαλε απεικονίζουν τη σκληρή πραγματικότητα.


indira (7 ετών) από το Νεπάλ. Μοιράζεται το στρώμα της, το μοναδικό στο σπίτι, με τα αδέρφια της. Από 3 χρονών δουλεύει 6 ώρες την ημέρα, πάει σχολείο και ονειρεύεται να γίνει χορεύτρια.


Kaya(4 ετών) από το Τοκυο. Μένει με τους γονείς της σε ένα μικρό διαμέρισμα και στο δωμάτιο της έχει πολλά φορέματα, παλτά, κούκλες και περούκες, Ονειρεύεται να σχεδιάζει κινούμενα σχέδια όταν μεγαλώσει.


Dong (9 ετών) από Κίνα. Μοιράζεται το δωμάτιο του με την οικογένεια του. Αγαπάει το τραγούδι, και τα απογεύματα βλέπει λίγη τηλεόραση και κάνει τα μαθήματα του για το σχολείο. Το όνειρο του είναι να γίνει αστυνομικός.


Joey (11 ετών) από Κεντάκι, Η.Π.Α. Όταν ήταν 7 χρονών, πυροβόλησε το πρώτο του ελάφι. Του αρέσει να κυνηγάει με τον πατέρα του, και έχει 2 δικά του πιστόλια και ένα τόξο. Το κατοικίδιο του ειναι μια σαύρα με την οποία του αρέσει να βλέπουν μαζί τηλεόραση τα απογεύματα.


Jasmine (4 ετών) από Κεντάκι, Η.Π.Α. Μένει με την οικογένεια της σε ένα μεγάλο σπίτι σε μια φάρμα. Έχει συμμετάσχει σε πάνω από 100 διαγωνισμούς ομορφιάς και έχει κερδίσει πολλά βραβεία. Για τους διαγωνισμούς αυτούς εξασκείται καθημερινά με προσωπικό εκπαιδευτή.


Lamine( 12 ετών) από τη Σενεγάλη. Μοιράζεται το δωμάτιο του με άλλα αγόρια. Τα κρεβάτια δεν είναι άνετα και έχουν τούβλα αντί για πόδια σαν στήριγμα. Δουλεύουν κάθε μέρα από τις 6 το πρωί σε χωράφια μέχρι το απόγευμα όπου διαβάζουν το Κοράνι.


Thais (11 ετών) από την Βραζιλία. Μοιράζεται το δωμάτιο της με την αδερφή της. Είναι συνηθισμένη σε συμμορίες και χρήση ναρκωτικών στην γειτονιά. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει μοντέλο όπως πολλά κορίτσια από την Βραζιλία.


Douha (10 ετών) από την Παλαιστίνη. Μένει σε κατασκήνωση προσφύγων με τα 11 αδέρφια της και μοιράζεται το δωμάτιο με τις 5 αδερφές της. Ο αδερφός αυτοκτόνησε σε επίθεση ενάντια στο Ισραήλ.


Jamie (9 ετών) από την Νέα Υόρκη. Μένει σε ρετιρέ στην 5η λεωφόρο. Ονειρεύεται να γίνει δικηγόρος σαν τον πατέρα του και πηγαίνει σε ιδιωτικό δημοφιλές σχολείο όπου μαθαίνει οικονομικά. Κάνει μαθήματα τζούντο και κολύμβησης.


Roathy(8 ετών) από την Καμπότζη. Το στρώμα του , όπου και μένει, είναι σε σκουπίδια και το κρεβάτι του είναι παλιά λάστιχα αυτοκινήτου. Το μόνο του γεύμα είναι το πρωινό. Κάνει μπάνιο μαζί με άλλα παιδιά σε τοπικό φιλανθρωπικό κέντρο πριν να φύγει για τη δουλειά του όπου ψάχνει πλαστικά μπουκάλια και κονσέρβες τα οποία και πουλάει σε εταιρεία ανακύκλωσης.


Nantio (15 ετών) από την Κένυα. Μέλος της φυλής Rendille . Μένει σε σκηνή φτιαγμένη από πλαστικό. Θέλει να παντρευτεί με πολεμιστή αλλά πρώτα θα πρέπει να υποστεί κλειτoριδεκτομή. Καθημερινά προσέχει τα πρόβατα και κόβει ξύλα.


Άστεγο παιδί από τη Ρώμη, Ιταλία. Μένει σε στρώμα στην ύπαιθρο. Η οικογένεια του και αυτός δεν έχουν ταυτότητες και δεν μπορούν να βρουν κανονικές δουλειές. Οι γονείς του καθαρίζουν τζάμια αυτοκινήτων και κανείς τους δεν είναι μορφωμένος. 

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Βουλή των προβάτων – Μήπως μας δουλεύουν ?



Σύνταγμα της Ελλάδας 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας 

ΤΜΗΜΑ Α': Σύνταξη της Πολιτείας 

Άρθρο 28 
1. Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
3. Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας.

Ερμηνευτική δήλωση: Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕ …….ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕ !!!!!

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

True Progressivism


A new form of radical centrist politics is needed to tackle inequality without hurting economic growth


BY THE end of the 19th century, the first age of globalisation and a spate of new inventions had transformed the world economy. But the “Gilded Age” was also a famously unequal one, with America’s robber barons and Europe’s “Downton Abbey” classes amassing huge wealth: the concept of “conspicuous consumption” dates back to 1899. The rising gap between rich and poor (and the fear of socialist revolution) spawned a wave of reforms, from Theodore Roosevelt’s trust-busting to Lloyd George’s People’s Budget. Governments promoted competition, introduced progressive taxation and wove the first threads of a social safety net. The aim of this new “Progressive era”, as it was known in America, was to make society fairer without reducing its entrepreneurial vim.

Modern politics needs to undergo a similar reinvention—to come up with ways of mitigating inequality without hurting economic growth. That dilemma is already at the centre of political debate, but it mostly produces heat, not light. Thus, on America’s campaign trail, the left attacks Mitt Romney as a robber baron and the right derides Barack Obama as a class warrior. In some European countries politicians have simply given in to the mob: witness François Hollande’s proposed 75% income-tax rate. In much of the emerging world leaders would rather sweep the issue of inequality under the carpet: witness China’s nervous embarrassment about the excesses of Ferrari-driving princelings, or India’s refusal to tackle corruption.
At the core, there is a failure of ideas. The right is still not convinced that inequality matters. The left’s default position is to raise income-tax rates for the wealthy and to increase spending still further—unwise when sluggish economies need to attract entrepreneurs and when governments, already far bigger than Roosevelt or Lloyd George could have imagined, are overburdened with promises of future largesse. A far more dramatic rethink is needed: call it True Progressivism.

To have or to have not

Does inequality really need to be tackled? The twin forces of globalisation and technical innovation have actually narrowed inequality globally, as poorer countries catch up with richer ones. But within many countries income gaps have widened. More than two-thirds of the world’s people live in countries where income disparities have risen since 1980, often to a startling degree. In America the share of national income going to the top 0.01% (some 16,000 families) has risen from just over 1% in 1980 to almost 5% now—an even bigger slice than the top 0.01% got in the Gilded Age.

It is also true that some measure of inequality is good for an economy. It sharpens incentives to work hard and take risks; it rewards the talented innovators who drive economic progress. Free-traders have always accepted that the more global a market, the greater the rewards will be for the winners. But as our special report this week argues, inequality has reached a stage where it can be inefficient and bad for growth.

That is most obvious in the emerging world. In China credit is siphoned to state-owned enterprises and well-connected insiders; the elite also gain from a string of monopolies. In Russia the oligarchs’ wealth has even less to do with entrepreneurialism. In India, too often, the same is true.

In the rich world the cronyism is better-hidden. One reason why Wall Street accounts for a disproportionate share of the wealthy is the implicit subsidy given to too-big-to-fail banks. From doctors to lawyers, many high-paying professions are full of unnecessary restrictive practices. And then there is the most unfair transfer of all—misdirected welfare spending. Social spending is often less about helping the poor than giving goodies to the relatively wealthy. In America the housing subsidy to the richest fifth (through mortgage-interest relief) is four times the amount spent on public housing for the poorest fifth.

Even the sort of inequality produced by meritocracy can hurt growth. If income gaps get wide enough, they can lead to less equality of opportunity, especially in education. Social mobility in America, contrary to conventional wisdom, is lower than in most European countries. The gap in test scores between rich and poor American children is roughly 30-40% wider than it was 25 years ago. And by some measures class mobility is even stickier in China than in America.

Some of those at the top of the pile will remain sceptical that inequality is a problem in itself. But even they have an interest in mitigating it, for if it continues to rise, momentum for change will build and may lead to a political outcome that serves nobody’s interests. Communism may be past reviving, but there are plenty of other bad ideas out there.

Hence the need for a True Progressive agenda. Here is our suggestion, which steals ideas from both left and right to tackle inequality in three ways that do not harm growth.

Compete, target and reform

The priority should be a Rooseveltian attack on monopolies and vested interests, be they state-owned enterprises in China or big banks on Wall Street. The emerging world, in particular, needs to introduce greater transparency in government contracts and effective anti-trust law. It is no coincidence that the world’s richest man, Carlos Slim, made his money in Mexican telecoms, an industry where competitive pressures were low and prices were sky-high. In the rich world there is also plenty of opening up to do. Only a fraction of the European Union’s economy is a genuine single market. School reform and introducing choice is crucial: no Wall Street financier has done as much damage to American social mobility as the teachers’ unions have. Getting rid of distortions, such as labour laws in Europe or the remnants of China’s hukou system of household registration, would also make a huge difference.

Next, target government spending on the poor and the young. In the emerging world too much cash goes to universal fuel subsidies that disproportionately favour the wealthy (in Asia) and unaffordable pensions that favour the relatively affluent (in Latin America). But the biggest target for reform is the welfare states of the rich world. Given their ageing societies, governments cannot hope to spend less on the elderly, but they can reduce the pace of increase—for instance, by raising retirement ages more dramatically and means-testing the goodies on offer. Some of the cash could go into education. The first Progressive era led to the introduction of publicly financed secondary schools; this time round the target should be pre-school education, as well as more retraining for the jobless.

Last, reform taxes: not to punish the rich but to raise money more efficiently and progressively. In poorer economies, where tax avoidance is rife, the focus should be on lower rates and better enforcement. In rich ones the main gains should come from eliminating deductions that particularly benefit the wealthy (such as America’s mortgage-interest deduction); narrowing the gap between tax rates on wages and capital income; and relying more on efficient taxes that are paid disproportionately by the rich, such as some property taxes.

Different parts of this agenda are already being embraced in different countries. Latin America has invested in schools and pioneered conditional cash transfers for the very poor; it is the only region where inequality in most countries has been falling. India and Indonesia are considering scaling back fuel subsidies. More generally, as they build their welfare states, Asian countries are determined to avoid the West’s extravagance. In the rich world Scandinavia is the most inventive region. Sweden has overhauled its admittedly huge welfare state and has a universal school-voucher system. Britain too is reforming schools and simplifying welfare. In America Mr Romney says he wants to means-test Medicare and cut tax deductions, though he is short on details. Meanwhile, Mr Obama, a Democrat, has invoked Theodore Roosevelt, and Ed Miliband, leader of Britain’s Labour Party, is now trying to wrap himself in Benjamin Disraeli’s “One Nation” Tory cloak.

Such cross-dressing is a sign of change, but politicians have a long way to go. The right’s instinct is too often to make government smaller, rather than better. The supposedly egalitarian left’s failure is more fundamental. Across the rich world, welfare states are running out of money, growth is slowing and inequality is rising—and yet the left’s only answer is higher tax rates on wealth-creators. Messrs Obama, Miliband and Hollande need to come up with something that promises both fairness and progress. Otherwise, everyone will pay.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

O Γιώργος Παπανδρέου στο πλυντήριο Harvard



Να μια συμβουλή για να μην έχετε πολύ άγχος........
Οι στωικοί φιλόσοφοι είχαν μια καλή συμβουλή για τις καταστάσεις αμφιβολίας που οδηγούν στο μαζικό άγχος και την παράκρουση, την είχε γράψει σε μια επιστολή ο Λουκίλιος στον Σενέκα όταν ο τελευταίος αντιμετώπιζε μια σοβαρή δίκη: «Αν επιθυμείς να αποδιώξεις κάθε ανησυχία, υπόθεσε πως εκείνο που φοβάσαι πως μπορεί να συμβεί είναι σίγουρο ότι θα συμβεί».
και...
O Γιώργος Παπανδρέου στο πλυντήριο Harvard

Της Παναγιώτας Γούναρη,
αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης

Σαράντα τέσσερις νομπελίστες.
Τριάντα επικεφαλής κρατών ανά τον κόσμο.
Ένα πανεπιστήμιο: Χάρβαρντ.
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου, ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου μιλά με θέμα «Η Ευρώπη στο σταυροδρόμι:
Η ιστορία της Ελλάδας και τι αποκαλύπτει για τα δομικά προβλήματα στην Ευρωζώνη».
Δημόσια μεν η ομιλία, σε σχετικά κλειστό κοινό δε, στην πλειονότητά τους journalism fellows στο Ίδρυμα Δημοσιογραφίας Νίμαν του Χάρβαρντ.
Δηλαδή, νέοι δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο που περνάνε έναν χρόνο στο Χάρβαρντ για να διδαχτούν τις «καλύτερες πρακτικές δημοσιογραφίας, αναδεικνύοντας και αναβαθμίζοντας τα δημοσιογραφικά στάνταρντς».

Μαθαίνω για την ομιλία από σπόντα, δεν έχει πολυδιαφημιστεί.
Γνωρίζω ότι ο Γιώργος Παπανδρέου κυκλοφορεί ανάμεσά μας από τον Σεπτέμβρη, αλλά δεν τον έχω πετύχει πουθενά. Ακούω για σεμινάρια, ομιλίες και μίνι συγκεντρώσεις στις παμπ πέριξ του Χάρβαρντ, δεν φαίνεται να ενοχλείται κανείς στην εδώ ελληνική κοινότητα.

Εδώ ο κόσμος καίγεται…

Και ενώ στην Ελλάδα ετοιμαζόμαστε για γενική απεργία, εν μέσω πλήρους εξαθλίωσης του λαού, ο ΓΑΠ μιλάει στο Χάρβαρντ για τα «δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης».
Φαντασιώνομαι πολιτική παρέμβαση και στρίμωγμα, πιθανόν άνοιγμα πανό και ίσως να πέσει και κανένα σύνθημα...
Ξεχνάω ότι ο ΓΑΠ παίζει «εντός έδρας», εγώ όχι.
Αυτός υπηκοότητα, εγώ πράσινη κάρτα.
Ποιος θα τον κοντράρει άλλωστε σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου;
Οι βολεμένοι Ελληνορθόδοξοι, νοσταλγοί του Σιάκωβου, που ζουν το αμερικάνικο όνειρο με δανεικά;
Οι Έλληνες φοιτητές των οποίων οι γονείς ακουμπάνε 50.000 δολάρια δίδακτρα τον χρόνο για να σπουδάζουν σε Χάρβαρντ, ΜΙΤ και άλλα ιδιωτικά πανεπιστήμια της περιοχής, ενώ η χώρα τους βουλιάζει;

Ή μήπως οι Ελληνάρες που δουλεύουν 16 ώρες τη μέρα, αλλά
κατηγορούν τους ομοεθνείς τους στην πατρίδα ότι είναι τεμπέληδες και
καλά να πάθουν («άκου παίρνουν εφάπαξ στην Ελλάδα!»,
εξανίστατο τις προάλλες γνωστός μου Ελληνοαμερικάνος...).

Ή μήπως θα διαμαρτυρηθούν οι απολιτίκ συνάδελφοί μου,
που έχουν καλοβολευτεί στις ακαδημαϊκές τους καρέκλες,
πέρα για πέρα εξαμερικανισμένοι τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ιδέες,
και πουλάνε την ελληνικότητά τους
μόνο στα συνέδρια ή όταν χρειαστεί να ζητήσουν λεφτά από κανένα ίδρυμα;

Το σκέφτομαι να πάω, σιγά μην αλλάξει τίποτα ή μην ακούσω και τίποτα καινούριο.
Ίσα που θα συγχυστώ.
Στιγμιαία διεστραμμένη σκέψη:
πώς θα είναι να κοιτάζεις στα μάτια τον βασανιστή του λαού σου;
Αν τον στριμώξω, μπορεί και να κοιμηθώ καλύτερα το βράδυ.
Εδώ και τρία χρόνια δεν κοιμάμαι πολύ καλά, προσπάθησα να κόψω τις ειδήσεις από Ελλάδα, αλλά δεν γίνεται.

Η… συναίνεση της Ουάσιγκτον

Ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα στο Κέμπριτζ.
Βελούδινα χαλιά, μεταξωτές κουρτίνες, χαμηλός φωτισμός, βιβλιοθήκες από οξιά και ακριβοί πίνακες στους τοίχους στο Walter Lippmann House (ο κύριος που μίλησε για πρώτη φορά για «κατασκευή της συναίνεσης» – τι σύμπτωση), όπου στεγάζεται το Ίδρυμα Νίμαν.
Έχω μια φευγάτη εικόνα από τα τσιμέντα της Φιλοσοφικής στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου, όπου έφαγα τα νιάτα μου.
Χαμογελάω.
Η αίθουσα γεμάτη από το γνωστό αποστειρωμένο καθωσπρέπει κοινό του Χάρβαρντ, είδα άλλες δύο, το πολύ τρεις ελληνόφατσες, φοιτητές μάλλον.
Όλοι με τα καλά τους, περιποιημένοι και με το politically correct χαμόγελό τους, με τα iPads τους ανά χείρας, έτοιμοι να κρατήσουν σημειώσεις.
Νιώθω τα μηνίγγια μου να χτυπάνε.
Είμαι έξω φρενών με το Χάρβαρντ που
νομιμοποιεί την πολιτική ενός ανθρώπου που κανονικά
έπρεπε να λογοδοτεί στη δικαιοσύνη για το ξεπούλημα της χώρας του
και όχι να παρελαύνει σε αίθουσες ελίτ πανεπιστημίων
και να μας κάνει μαθήματα οικονομικών και πώς να ξεπεράσουμε την κρίση.

Η συζήτηση διεξάγεται χωρίς εκπλήξεις:
Οι φοιτητές/δημοσιογράφοι συνεπαρμένοι.
Οι διοργανωτές μες στα χαμόγελα και την ικανοποίηση.
Ο Γιώργος πίνοντας κόκα-κόλα αυτοπαρουσιάζεται (με το σιγοντάρισμα του συντονιστή-καθηγητή Ρίτσαρντ Πάρκερ, συνεργάτη του ΓΑΠ) ως ο σωτήρας της χώρας και δίνει ψήγματα της πολιτικής του φιλοσοφίας:

• Ως πρωθυπουργός ήταν ένας παρεξηγημένος μεταρρυθμιστής. Βούτηξε στα βαθιά, αν και δεν είχε ιδέα για την κατάσταση της οικονομίας πριν αναλάβει τα καθήκοντά του.

• Καινοτομία, καινοτομία, καινοτομία: πράσινη ενέργεια, e-government, βιολογικές καλλιέργειες, διαφάνεια στις προσλήψεις, δημόσιος διάλογος για όλους τους νόμους που ψηφίσαν. Δεν μπαίναν, λέει, στο κοινοβούλιο να ψηφίσουν νόμο, αν δεν διάβαζαν στο Διαδίκτυο τα σχόλια, τα οποία ήταν στα ελληνικά και μάλλον δεν τα καταλάβαινε ο Γιώργος.
Γι’ αυτό ψηφίζαν τα αντίθετα.

• Το να κυβερνάς μια χώρα είναι σα να διοικείς μια επιχείρηση, λέει ο Γιώργος. Όταν δεν σου βγαίνουν τα νούμερα πρέπει να έχεις μια αντίστοιχη αντίδραση.

• Εντάξει, τα δυο-τρία τελευταία χρόνια ο ελληνικός λαός υποφέρει γιατί όταν κάνεις μεταρρυθμίσεις πρέπει να μειώσεις τα ελλείμματα με τον πιο εύκολο τρόπο:
τα παίρνεις από μισθωτούς, συνταξιούχους, δημόσιους υπαλλήλους (ακούτε προβατάκια;).
Είναι πιο δύσκολο και απαιτεί περισσότερο χρόνο να πολεμήσεις τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, τη σπατάλη, οπότε ξεκάνουμε πρώτα τους εύκολους και με τις λιγότερες αντιστάσεις.

• Ο Γιώργος, εκτός από οικονομικά, ξέρει και μυθολογία:
στην αρχή, λέει, ήμασταν όπως στην Οδύσσεια, κάναμε ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι, αλλά στην πορεία γίναμε σαν το Σίσυφο

(κάποιος να του θυμίσει ότι ο Σίσυφος ήταν ήδη στον άλλο κόσμο όταν έσπρωχνε την κοτρώνα).

• Τα πακέτα στήριξης βοήθησαν πάρα πολύ τη χώρα που ήταν στο χείλος της καταστροφής όταν ανέλαβε. Διαπραγματεύτηκε σκληρά και τώρα επιτέλους... υπάρχει ελπίδα! Ξέρει, είναι επίπονα τα μέτρα, αλλά μόνο έτσι έρχεται η αλλαγή και ο εξορθολογισμός.

• Η περίπτωση της Ελλάδας είναι παγκόσμια επιτυχία...

• Σε ερώτηση για τη Χρυσή Αυγή, μπερδεύεται:
«Ανησυχώ», λέει, «γιατί σε περιόδους δυσκολίας ο κόσμος ψάχνει για αποδιοπομπαίους τράγους». Επιμένει ότι είναι δύσκολο να κάνεις αλλαγές και ότι «αν ήμασταν πιο ανοιχτοί σχετικά με τα προβλήματά μας στην Ελλάδα, τα ακραία κόμματα θα είχαν εξαφανιστεί».
Συμπέρασμα: φταίνε αυτοί που αμφισβήτησαν τις μεταρρυθμίσεις του και τώρα πληρώνουμε το τίμημα με τα μαυροντυμένα γομαρόπαιδα.

• Η Τουρκία πρέπει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσοι λένε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χριστιανική, ξεχνούν ότι η δημοκρατία γεννήθηκε όχι σε χριστιανική χώρα, αλλά σε χώρα με 12 θεούς (η γνωστή χώρα... Αθήνα!).
«Πόλη» διορθώνει. Η Τουρκία έχει κάνει μεγάλες προόδους και τα δύο γειτονάκια τα πάμε πολύ καλύτερα αφού... έχουμε πολλούς Τούρκους τουρίστες στην Ελλάδα, κυκλοφορούν τούρκικα βιβλία μαγειρικής και οι Έλληνες βλέπουν τούρκικα σίριαλ... Ινσαλλά!

Μοιράζει και μια φωτοτυπία με γραφήματα και πίνακες. Διαβάζω «Βut the adjustment effort is not in vain: Greece is Changing» («Ωστόσο η προσαρμογή δεν γίνεται μάταια: η Ελλάδα αλλάζει»).
Δεν μου έχει φύγει το αρχικό τρέμουλο, καθώς κάθε μία λέξη του γίνεται και πιο βαριά μέσα μου όσο περνάει η ώρα.
Οι λέξεις πέφτουν τώρα σαν πέτρες στο στομάχι μου.
Κουταμάρα που ήρθα, χάνω και τον χρόνο μου και μου ανεβαίνει και η πίεση.

Σκέφτομαι την αυριανή γενική απεργία, τα συλλαλητήρια, τον κόσμο στην Ελλάδα, τους συνταξιούχους γονείς μου, τ’ αδέρφια μου που δουλεύουν 12 ώρες τη μέρα για πενταροδεκάρες, τους φίλους μου που είναι άνεργοι, τα πρόσωπα των ανθρώπων του μόχθου που βλέπω καθημερινά. Κοιτάζω γύρω μου: συναίνεση.

Ο Ρουμελιώτης, η διαπραγμάτευση, το κούρεμα και οι... τρίχες

Σειρά έχουν οι «ερωτήσεις» - ευλογίες, σάχλες, ουσία μηδέν, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, δεν υπάρχει ένας άνθρωπος που να ενοχλείται από όλα αυτά που ακούγονται; 439.000 παιδιά στην Ελλάδα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας – μίλα γι’ αυτήν την Ελλάδα που αλλάζει, αν τολμάς ρε.
Η ανεργία είναι στο 24%, ο κόσμος τρώει από τα σκουπίδια, τα παιδιά λιποθυμάνε στα σχολειά...
«Θα δεχτώ δύο ερωτήσεις ακόμη», λέει, και κοιτάζει προς την πλευρά μου.

Σηκώνω το χέρι μου:
«Με λένε μπλα μπλα και είμαι καθηγήτρια στο τάδε πανεπιστήμιο», του λέω.
Χαμογελάει, «Ελληνίδα» σου λέει, «τι ωραία» – άλλωστε είναι τόσο δημοφιλής στην Ελλάδα –, αλλά σκοντάφτει στο παγερό βλέμμα του ανθρώπου που είναι πραγματικά οργισμένος.

«Κύριε Παπανδρέου, όπως σίγουρα γνωρίζετε, έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του πρώην απεσταλμένου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, του κύριου Ρουμελιώτη...»

– η συντονίστρια που μου έδωσε το μικρόφωνο είναι έτοιμη να το πάρει πίσω.

«Σε αυτό το βιβλίο ο πρώην συνεργάτης σας λέει ότι το ΔΝΤ από την αρχή γνώριζε πως το χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο χωρίς κούρεμα ή αναδιάρθρωση, ενημερωθήκατε προσωπικά, είχατε διαπραγματευτικά όπλα στο τραπέζι και δεν τα χρησιμοποιήσατε, πράγμα που μας οδήγησε στην τραγική κατάσταση που ζούμε σήμερα.

Γιατί ειλικρινά δεν θεωρώ επιτυχία το 24% ανεργία, και 439 χιλιάδες παιδιά κάτω από το όριο της φτώχειας...», η συντονίστρια γρυλλίζει κυριολεκτικά από πάνω μου, η αίθουσα έχει ψιλοπαγώσει.

Ω θεέ μου, είμαι τόσο politically incorrect...

«Ο κύριος Ρουμελιώτης μάλιστα αναφέρει ότι δεν ήταν καν αναγκαίο να μπούμε στον μηχανισμό στήριξης.
Είναι αλήθεια αυτά που αναφέρει ο κύριος Ρουμελιώτης στο βιβλίο του ή όχι;

Και αν δεν είναι αλήθεια, σκοπεύετε να κινηθείτε νομικά εναντίον του;».

Γέλια στο κοινό... δεν καταλαβαίνω πού είναι το αστείο, δεν μπορώ να γελάσω... η συντονίστρια βιάζεται ξαφνικά («Ας πάμε σε άλλες ερωτήσεις»), ο Γιώργος θέλει να μου απαντήσει – είμαι πλέον σίγουρη ότι δεν έχει καταλάβει την ερώτηση, αν και μίλησα αγγλικά...

«Ο κ. Ρουμελιώτης λέει την αλήθεια, αλλά δεν ξέρει όλη την αλήθεια, εγώ προσπάθησα να διαπραγματευτώ, αλλά μας μπλόκαρε η ΕΚΤ.
Ο κύριος Ρουμελιώτης δεν ήταν εκεί, δεν διαπραγματεύτηκε με τη Μέρκελ, τον Τρισέ.
Μου ’λεγαν από την ΕΚΤ ‘‘δείξτε μας μεταρρυθμίσεις και θα σας δώσουμε πιο ευνοϊκούς όρους’’.
Όπως μου είπε ένας Γερμανός βιομήχανος, ‘‘θα σας κάνουμε κούρεμα με την προϋπόθεση ότι δεν θα βγάλετε μαλλιά πάλι’’. Έπρεπε να φανούμε φερέγγυοι...».

Κρυάδες, αμηχανία, τι να μου πεις ρε, από τη δερμάτινη πολυθρόνα που κάθεσαι, στην ασφάλεια και τη ζεστασιά του Χάρβαρντ όταν οι άνθρωποι κοιμούνται στα πεζοδρόμια στην Αθήνα;

Φεύγω βιαστικά για το μάθημά μου. Απογοητευμένη.
Έπρεπε να φωνάξω, αλλά φοβάμαι να αφήσω τον θυμό μου ανεξέλεγκτο...
Τελικά δεν κοιμήθηκα καλύτερα το βράδυ. Το αντίθετο.
Δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα, το μήνυμα είναι ένα:

Ούτε ο Γιωργάκης ούτε κανένας από δαύτους δεν πρέπει να νιώθει ασφαλής και άνετος σε κανένα χώρο, εντός και εκτός Ελλάδας.
Τουλάχιστον ένας από μας ή περισσότεροι, θα πρέπει να βρίσκονται πάντα εκεί μπροστά τους και να γίνονται καθρέφτες τους.

Καθρέφτες που μέσα τους θα βλέπουν
την εξαθλίωση και τον αφανισμό ενός λαού,
με το αίμα του οποίου τριγυρνάνε ως ειδικοί
και πουλάνε αυθεντία.
Ανάμεσα στις άλλες αυθεντίες που έχουν καταφτάσει στη Νέα Αγγλία συμπεριλαμβάνονται
η Άννα Διαμαντοπούλου (Fisher Family Fellow, Future of Diplomacy Project, Belfer Center for Science and International Affairs) και
ο Πέτρος Ευθυμίου (Weatherhead Center Fellows Program).
Όχι ότι έχω το Χάρβαρντ σε καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση, αλλά έχει γίνει ο σκουπιδοτενεκές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.

Άι σιχτίρ πια με τα σκουπίδια που μας στέλνουν.