Η δημόσια συζήτηση, στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης, περιστρέφεται γύρω από την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα ως μέσο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση. Η ταχεία αύξηση των δημοσίων εσόδων στη βραχυχρόνια περίοδο πρέπει να συνδυαστεί με προτάσεις πολιτικής για την ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. Από διάφορες πηγές ακούγεται ότι η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα είναι ένα ικανό μέτρο το οποίο μπορεί να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η λογική είναι απλή: μια οικονομία η οποία παρουσιάζει σταθερά έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει και η οποία δεν έχει στη διάθεση της το νομισματικό εργαλείο της υποτίμησης του νομίσματος της, θα πρέπει να οδηγηθεί σε μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα ώστε τα προϊόντα της να γίνουν ανταγωνιστικότερα (φθηνότερα) έναντι των τρίτων χωρών. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της ενεργούς ζήτησης μέσω της αύξησης των εξαγωγών καθώς και η υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παράλληλα με την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η αύξηση της ζήτησης από τις εξαγωγές θα είναι μεγαλύτερη από τη μείωση της ζήτησης από την εγχώρια αγορά λόγω της μείωσης των μισθών. Μέχρι εδώ η άποψη αυτή φαίνεται ορθή και αποτελεσματική. Καταφέρνει η ελληνική οικονομία να παράγει φθηνότερα προϊόντα, αυξάνεται η εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα, μειώνεται η ανεργία και αυξάνονται τα δημόσια έσοδα.
Το μέτρο της μείωσης των μισθών του ιδιωτικού τομέα φέρεται να προτείνεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μαζί με μια σειρά άλλων μέτρων τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο την περιστολή των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Η κυβέρνηση οφείλει να διαπραγματευτεί κάθε ένα ξεχωριστά τα προτεινόμενα μέτρα με κύριο στόχο αύξηση της αποτελεσματικότητας τους.
Κρίνοντας λοιπόν την αναμενόμενη επίδραση της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει πρώτα να κάνουμε κάποιες παραδοχές για την ελληνική οικονομία. Μια απλή παρατήρηση των εμπειρικών δεδομένων όπως αυτά παρουσιάζονται στους διεθνείς οργανισμούς μας οδηγεί σε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Πίνακας 1. Παραγωγικότητα της εργασίας (παραγόμενο προϊόν ανά ώρα, ποσοστό μεταβολής)
Η λογική είναι απλή: μια οικονομία η οποία παρουσιάζει σταθερά έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει και η οποία δεν έχει στη διάθεση της το νομισματικό εργαλείο της υποτίμησης του νομίσματος της, θα πρέπει να οδηγηθεί σε μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα ώστε τα προϊόντα της να γίνουν ανταγωνιστικότερα (φθηνότερα) έναντι των τρίτων χωρών. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της ενεργούς ζήτησης μέσω της αύξησης των εξαγωγών καθώς και η υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παράλληλα με την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η αύξηση της ζήτησης από τις εξαγωγές θα είναι μεγαλύτερη από τη μείωση της ζήτησης από την εγχώρια αγορά λόγω της μείωσης των μισθών. Μέχρι εδώ η άποψη αυτή φαίνεται ορθή και αποτελεσματική. Καταφέρνει η ελληνική οικονομία να παράγει φθηνότερα προϊόντα, αυξάνεται η εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα, μειώνεται η ανεργία και αυξάνονται τα δημόσια έσοδα.
Το μέτρο της μείωσης των μισθών του ιδιωτικού τομέα φέρεται να προτείνεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μαζί με μια σειρά άλλων μέτρων τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο την περιστολή των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Η κυβέρνηση οφείλει να διαπραγματευτεί κάθε ένα ξεχωριστά τα προτεινόμενα μέτρα με κύριο στόχο αύξηση της αποτελεσματικότητας τους.
Κρίνοντας λοιπόν την αναμενόμενη επίδραση της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει πρώτα να κάνουμε κάποιες παραδοχές για την ελληνική οικονομία. Μια απλή παρατήρηση των εμπειρικών δεδομένων όπως αυτά παρουσιάζονται στους διεθνείς οργανισμούς μας οδηγεί σε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Πίνακας 1. Παραγωγικότητα της εργασίας (παραγόμενο προϊόν ανά ώρα, ποσοστό μεταβολής)
Πηγή: Conference Board of Total Economy Database
Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα για την περίοδο 1995 έως 2010 αυξάνεται με σταθερά υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Η όποια αύξηση λοιπόν των μισθών στον ιδιωτικό τομέα μπορεί θεωρητικά να αντισταθμιστεί από την αύξηση της παραγωγικότητας χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα.
Πίνακας 2. Κατά κεφαλή Ακαθάριστο προϊόν εργαζομένων ως ποσοστό των
Από τον παραπάνω πίνακα διαπιστώνουμε ότι το ακαθάριστο κατά κεφαλή εισόδημα των εργαζομένων στην Ελλάδα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα, αν όχι σε χαμηλότερα, από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης. Δηλαδή, η μισθολογική επιβάρυνση των ιδιωτικών υπαλλήλων στην Ελλάδα δεν είναι υψηλότερη των υπολοίπων χωρών.
Ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία για τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας προκύπτουν και από τα στοιχεία για τις επενδύσεις κεφαλαίου.
Πίνακας 3. Εισροή επενδύσεων κεφαλαίου (εκτός από τους κλάδους πληροφορικής και επικοινωνιών, 1995-2008, %)Πηγή: Conference Board of Total Economy Database
Στην Ελλάδα την περίοδο από το 1995 έως το 2008 κατά μέσο όρο οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις κεφαλαίου αυξάνονται σε ποσοστό 2.69 τοις εκατό. Η απόδοση αυτή είναι αρκετά χαμηλότερη από τις επιδόσεις των κύριων ανταγωνιστών των ελληνικών προϊόντων όπως είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Όπως τεκμαίρεται από τα παραπάνω το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το εργατικό κόστος αλλά ο χαμηλός ρυθμός επενδύσεων κεφαλαίου. Η αύξηση λοιπόν των επενδύσεων ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας αρκεί ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άλλωστε η εκμετάλλευση του συγκριτικού πλεονεκτήματος μιας οικονομίας δεν είναι η παραγωγή φθηνότερων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά η αποτελεσματικότερη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Η αύξηση της αποτελεσματικότητας μπορεί να προέλθει αποκλειστικά και μόνο από την αύξηση των επενδύσεων κεφαλαίου.
Την παραπάνω επιχειρηματολογία ενισχύει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας επιβάλλεται να γίνει ανταγωνιστικότερος και του δημοσίου τομέα. Η περαιτέρω μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ή ακόμη χειρότερα συνεχής επιδείνωση των όρων εργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα αποτρέπει από την ενεργό δραστηριοποίηση στον ιδιωτικό τομέα άξιων και ικανών ατόμων. Το αποτέλεσμα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να ποσοτικοποιηθεί, όμως πρέπει να αποτελεί εύλογο στόχο της χάραξης οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα, η μείωση των μισθών είναι πιθανό να οδηγήσει και σε μείωση της παραγωγικότητας.
Επιπλέον, η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα προκαλέσει περαιτέρω μείωση της ζήτησης, οδηγώντας την οικονομία σε φάση αποπληθωρισμού και κατά συνέπεια σε πολιτική, οικονομική και κοινωνική αστάθεια.
Η ελληνική οικονομία σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της μπορεί να βρει την ευκαιρία να ξεφύγει οριστικά από τα προβλήματα που τη συνοδεύουν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η δημοσιονομική εξυγίανση ίσως να είναι ένα πρώτο και σημαντικό βήμα. Το δεύτερο βήμα αναμφισβήτητα αποτελεί ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να έχει δύο κατευθύνσεις πρώτον τη μείωση του κόστους παραγωγής όχι μέσω της μείωσης των μισθών αλλά μέσω της μείωσης στα λειτουργικά κόστη της επιχείρησης, τη βελτίωση των υποδομών, τη μείωση της γραφειοκρατίας και της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου. Παράλληλα, είναι ανάγκη ο ιδιωτικός τομέας να γίνει ανταγωνιστικότερος και του δημοσίου τομέα. Να προκύψουν με άλλα λόγια, συνθήκες εργασίας παρόμοιες ή ανώτερες των δημοσίων υπαλλήλων. Η προτεινόμενη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα επιδεινώσει το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος παρά θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για την απεμπλοκή της χώρας από αυτήν τη δυσμενή κατάσταση.
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης
Καθηγητής Διονύσιος Π. Χιόνης, Δρ. Πραγγίδης Ιωάννης Χρυσόστομος
Καθηγητής Διονύσιος Π. Χιόνης, Δρ. Πραγγίδης Ιωάννης Χρυσόστομος
ΑΠΟΨΗ: ΜΑΛΙΣΤΑ !!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου